- Κλας
- (The Clash). Βρετανικό συγκρότημα της ροκ μουσικής. Ίσως το πιο αυθεντικό, το πιο ριζοσπαστικό και το πιο πολιτικοποιημένο μουσικό σχήμα της γενιάς του πανκ, υπήρξε ταυτόχρονα και το πιο επιτυχημένο στις ΗΠΑ. Οι Κ. σχηματίστηκαν το 1976 στο Λονδίνο, μετά τη σαρωτική εμφάνιση των Sex Pistols στο μουσικό προσκήνιο, που επανακαθόρισε τα δεδομένα της ποπ μουσικής. Το συγκρότημα δημιουργήθηκε από τον μάνατζερ Μπέρναρντ Ρόουντς, που θέλησε να αποτελέσει το αντίπαλον δέος του Μάλκολμ Μακ Λάρεν (μάνατζερ των Sex Pistols), με τη συμμετοχή μελών δύο προϋπαρχόντων γκρουπ, των 101’ers και των London SS. Ο Τζόε Στράμερ (πραγματικό όνομα: John Graham Mellor), τραγουδιστής και κιθαρίστας των πρώτων –και γιος ενός Βρετανού διπλωμάτη– είχε είδωλο τον Τσακ Μπέρι· όταν έπαιξε κάποτε με το συγκρότημά του σε μια συναυλία των Sex Pistols, κατάλαβε πως τα ποπ είδωλα γκρεμίζονται γρήγορα. Επίσης, ο Μικ Τζόουνς, κιθαρίστας των πρώιμων πανκ London SS, είδε στο πρόσωπο του Στράμερ έναν ιδανικό ηγέτη μιας επανάστασης στη μουσική της γενιάς του. Με τη συμμετοχή του κιθαρίστα Κιθ Λέβιν, του μπασίστα Πολ Σάιμονον και του ντράμερ Τόπερ Χίντον, το νέο συγκρότημα ετοίμασε μια σειρά από τρίλεπτα τραγούδια, συνδυάζοντας τη μοναδική τεχνική του Τζόουνς στην κιθάρα με τα επαναστατικά μανιφέστα του Στράμερ («I’m So Bored with the USA», «London’s Burning»), που κυκλοφόρησαν από μια αμερικανική πολυεθνική δισκογραφική εταιρεία, την CBS. Η ανταπόκριση του κοινού ήταν άμεση και, παρά την αποχώρηση δύο μελών (του κιθαρίστα Λέβιν και του ντράμερ Χίντον που έμεινε έως την ηχογράφηση του πρώτου δίσκου, χωρίς να μπορεί να φανταστεί την απήχησή του), οι Κ. έγιναν γρήγορα οι υμνητές της γενιάς των Βρετανών που παρακολουθούσε την αποκαθήλωση της αυτοκρατορίας. Όταν ο δίσκος κυκλοφόρησε (με ορισμένες περικοπές και αλλαγές) στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, η επιτυχία ήταν απρόσμενη. Με τους δύο επόμενους δίσκους τους, Give ‘em Enough Rope και London Calling, οι Κ. έφτασαν στο απόγειο της επιτυχίας. Δεν αρκέστηκαν όμως σε αυτήν· προχώρησαν σε μουσικούς πειραματισμούς, κυρίως με την υιοθέτηση του ρέγκε ιδιώματος και ζήτησαν από την εταιρεία τους να κυκλοφορήσει τον τριπλό δίσκο τους, Sandinista, στην τιμή του μονού, αρνούμενοι να εισπράξουν δικαιώματα. Το 1982 υπήρξε το έτος-σταθμός στην καριέρα τους, με την κυκλοφορία του δίσκου Combat Rock, που ανέδειξε τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους, «Should I Stay or Should I Go» και «Rock The Casbah». Λίγο αργότερα όμως μια διαμάχη ανάμεσα στον Στράμερ και στον Τζόουνς οδήγησε τον πρώτο στην απόλυση του δεύτερου, για «ιδεολογικούς λόγους» (μια απόφαση που δημόσια αναθεώρησε αργότερα ο Στράμερ) και έπειτα από κάποιες μέτριες απόπειρες το συγκρότημα διαλύθηκε. Ήταν ίσως το μοναδικό που δεν επανασυστάθηκε ποτέ, για να μην προδώσει την αίσθηση που είχε αφήσει έως τότε. Τα μέλη του ακολούθησαν προσωπικές πορείες, λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένες. Το 2002, σχεδόν μετά από είκοσι χρόνια, ο Στράμερ και ο Τζόουνς έπαιξαν ξανά μαζί, δημιουργώντας στο κοινό τους την προσδοκία επανασύνδεσης. Ο πρόωρος θάνατος του Στράμερ όμως απέτρεψε μοιραία κάθε τέτοια προοπτική και έθεσε το γκρουπ στην αιωνιότητα.
Ο Τζόε Στράμερ, ηγέτης του βρετανικού συγκροτήματος «The Clash», ο οποίος πέθανε το 2002 (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.